- αραβόφωνος
- -η, -ο1. αυτός που μιλά την αραβική γλώσσα χωρίς να είναι Άραβας στην εθνικότητα («αραβόφωνοι Σύροι»)2. αυτός που μιλά την αραβική («όλος ο αραβόφωνος κόσμος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ(-βος) + φωνή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ι. Βαλαβάνη].
Dictionary of Greek. 2013.